Tag Archives: ܕ݁ܬ݂ܶܫܒ݁ܽܘܚܬ݁ܳܐ

αἴνεσις

αἴνεσις: (1) praise, (2) a thank offering Part of Speech: noun feminine Latin: laus Syriac: ܫܒܚ Hebrews 13:15 δι αυτου ουν αναφερωμεν θυσιαν αινεσεως διαπαντος τω θεω τουτεστιν καρπον χειλεων ομολογουντων Study more …..

Posted in Α | Tagged , , , , , | Leave a comment