Tag Archives: αδικηματα

ἀδίκημα

ἀδίκημα: (1) a misdeed, (2) evil doing, (3) iniquity Part of Speech: noun neuter Latin: (1) iniquitas (2) iniquum Syriac: (1) ܒܐܫ (evil, wrong) (2) ܥܘܠ (iniquity, unrighteousness) Acts 18:14 μελλοντος δε του παυλου ανοιγειν το στομα Study more …..

Posted in Α | Tagged , , , , , | Leave a comment