-
Greek Lessons
-
Category
Tag Archives: ܒ݁ܰܥܒ݂ܳܕ݂ܶܐ ܫܰܦ݁ܺܝܪܶܐ
ἀγαθοποιΐ́α
ἀγαθοποιΐ́α: (1) a course of right action, (2) well doing, (3) virtue Part of Speech: noun feminine Latin: benefactum Syriac: ܒ݁ܰܥܒ݂ܳܕ݂ܶܐ ܫܰܦ݁ܺܝܪܶܐ 1 Peter 4:19 ωστε και οι πασχοντες κατα το θελημα του θεου ως πιστω Study more …..